- ἔναθλος
- ἔναθλος, ον,A laborious,
πόνοι Ph.1.646
.II ἔναθλον, τό, contest, in pl., dub. in IG7.2532.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόνοι Ph.1.646
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έναθλος — η, ο (AM ἔναθλος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα και άθληση, κουραστικός, επίπονος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔναθλον ο αγώνας … Dictionary of Greek
ἐνάθλοις — ἔναθλος laborious masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναθλα — ἔναθλος laborious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναθλοι — ἔναθλος laborious masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)